κατασοφιστεύω

κατασοφιστεύω
κατασοφιστεύω
pres subj act 1st sg
κατασοφιστεύω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασοφιστεύω — (Α) αγωνίζομαι με σοφίσματα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφιστεύω «ομιλώ με σοφίσματα»] …   Dictionary of Greek

  • κατασοφιστεύειν — κατασοφιστεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοφιστεύων — κατασοφιστεύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”